- κομπλέτσια
- βαθμίδα, η, ή κομπλέτσιο, το γεωλ.παλαιά υποδιαίρεση τού δεβονίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. coblenzian (stage) < ονομ. τής πόλης τής Δυτ. Γερμανίας Coblenz + κατάλ. -an].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.